-
1 μαιόομαι
μαιόομαι, = μαιεύομαι, entbinden, von der Hebamme gesagt, bes. bei Sp.; τὰς τεκούσας ἐμαιοῦτο, Luc. D. D. 16, 2; οὐδὲ κατὰ τὴν Εἰλείϑυιαν μαιώσεταί σε, ib. 18, 1; Plut. u. A. übertr., ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο τόλμα δ' ἔτικτε, Leon. Al. 2 IX, 80); Coluth. 130. – Von der Amme gesagt, μαιώσατο μαζῷ, Nonn. D. 8, 186.
См. также в других словарях:
μαιούμαι — μαιοῡμαι, όομαι (Α) [μαία] 1. (για μαία) βοηθώ επίτοκη γυναίκα να ξεγεννήσει («τάς τε τεκούσας ἐμαιοῡτο», Λουκιαν.) 2. (για επίτοκο) ελευθερώνομαι, γεννώ 3. (για τροφό) θηλάζω («μαζῷ μαιώσατο», Νόνν.) 4. μτφ. (για την Ηώ) γεννώ την ημέρα … Dictionary of Greek